- ὁμοιογενῶς
- ὁμοιογενήςakinadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοιογενής — ές (Α ὁμοιογενής, ές) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις 2. ομοιόμορφος. επίρρ... ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς) με ομοιογενή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
ՆՄԱՆԱՍԵՐ — (ի, ից.) NBH 2 0432 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c, 13c ա.մ. ὀμοιογενής qui similis vel prope ejusdem est generis ὀμοιογενῶς simili genere. Համասեր. ազգակից. կոմասեռ. համանման. *Նմանասեր մարմնով (ըստ Ադամայ): Նմանասեր ասէ, այսինքն մերով… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)